Κατηγορίες Άρθρων / ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Σ.τ.Ε. 3474/2004
από : Anaconda S.A 15.12.2005, Τροποποϊήθηκε ..

Στείλτε το Εκτύπωση

ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΡΟ ΕΙΣΦΟΡΑΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΣΕ ΣΥΣΤΑΘΕΙΣΑ Α.Ε.
Το δικαίωμα της φορολογικής αρχής να εκδώσει τις ένδικες πράξεις εις βάρος της αναιρεσείουσας μετά την ακύρωση, με την απόφαση 470/1993 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, των αρχικών πράξεων που είχαν εκδοθεί εις βάρος της ανώνυμης εταιρείας, τελούσε υπό την προϋπόθεση της εμπρόθεσμης έκδοσης και κοινοποίησης των αρχικών πράξεων που ακυρώθηκαν. Η παραπάνω δε κρίση του διοικητικού εφετείου ότι συνέτρεχε η προϋπόθεση αυτή δεν αιτιολογείται νομίμως, διότι το εν λόγω δικαστήριο αντί να προβεί σε δική του κρίση ως προς το ζήτημα αυτό θεώρησε ότι εδεσμεύετο από τη σχετική κρίση της προαναφερόμενης απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία, όμως εκδόθηκε σε άλλη δίκη και από την οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παράγεται δεδικασμένο για την προκειμένη δίκη, προεχόντως, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα δεν ήταν διάδικος στη δίκη εκείνη.

(Σ.τ.Ε. 3474/2004)

Επειδή, στο άρθρο 1 του ν.δ. 1297/ 1972 (Α' 217) ορίζεται ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται μεταξύ άλλων, και επί συγχωνεύσεως ή μετατροπής επιχειρήσεων οποιασδήποτε μορφής σε ανώνυμη εταιρεία ή προς το σκοπό ιδρύσεως ανώνυμης εταιρείας υπό την προϋπόθεση ότι η συγχώνευση ή μετατροπή θα τελειωθεί μέχρι και την31. 12. 1975. Η προθεσμία αυτή παρατάθηκε διαδοχικά και, ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του ν. 1591/1986 (φ. 50 Α' /24.4.1986) μέχρι 31.12.1987 (και περαιτέρω με νεότερα νομοθετήματα). Εν συνεχεία, στο άρθρο 3 του ίδιου ν.δ. 1297/1972, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 παρ. 4 του ν. 849/1978 (Α' 232), ορίζεται ότι:
"Η κατά το άρθρο 1 του παρόντος σύμβασις περί συγχωνεύσεως ή μετατροπής, η εισφορά και μεταβίβασις των περιουσιακών στοιχείων των συγχωνευομένων ή μετατρεπομένων επιχειρήσεων, πάσα σχετική πράξις ή συμφωνία αφορώσα την εισφοράν ή μεταβίβασιν στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού ή άλλων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ως και παντός εμπραγμάτου δικαιώματος ... απαλλάσσονται παντός φόρου ..."
Επειδή, στην παράγραφο 3 του άρθρου 12 του ν. 1587/1950 (Α' 294), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 4 παρ. 5 του ν. 1078/ 1980 (Α' 238), ορίζεται ότι "Το δικαίωμα του δημοσίου προς επιβολήν του φόρου του παρόντος παραγράφεται μετά πάροδον πενταετίας από του τέλους του έτους εντός του οποίου επεδόθη η δήλωσις φόρου μεταβιβάσεως. Περαιτέρω, στην παρ. 3 του άρθρου 102 του ν.δ. 118/1973 (Α' 202), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 45 του ν. 820/1978 (Α' 174), εφαρμόζεται δε, αναλόγως και επί των υποθέσεων φορολογίας μεταβιβάσεως ακινήτων, κατ’ άρθρο 46 παρ. 2 του τελευταίου αυτού νόμου, ορίζεται ότι "Επιτρέπεται η κοινοποίησις πράξεως του Οικονομικού Εφόρου και μετά την λήξιν της οριζομένης υπό των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου πενταετούς ή δεκαπενταετούς προθεσμίας, κατά τας ακολούθους μόνον περιπτώσεις: α) εάν η εμπροθέσμως κοινοποιηθείσα πράξις της φορολογικής αρχής ακυρωθή δι' οιονδήποτε μη ουσιαστικόν λόγον, του δικαιώματος του δημοσίου διατηρουμένου και εάν εκ της τοιαύτης ακυρώσεως προκύψη φορολογική υποχρέωσις τρίτου προσώπου μη υπαχθέντος εις φορολογίαν, Β) ...".
Επειδή, εξ άλλου, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 119 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (ήδη π.δ. 331/ 1985, φ. Α' 116) "Οι οριστικές αποφάσεις των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κατά των οποίων δεν ασκήθηκε έφεση αν και ήταν επιτρεπτή, καθώς και οι αποφάσεις που εκδίδονται σε περίπτωση έφεσης, είναι τελεσίδικες και αποτελούν, ως προς το ζήτημα που κρίθηκε δεδικασμένο υπέρ και κατά των διαδίκων, καθώς και εκείνων που έγιναν κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το τέλος της καθολικοί διάδοχοί τους, ενώ επιφυλάσσονται και όσα ορίζει ο ουσιαστικός φορολογικός νόμος. Αποτελούν επίσης δεδικασμένο υπέρ και κατά των προσώπων από τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, μπορεί να αξιωθεί η εκπλήρωση της υποχρέωσης που έχει επιβληθεί σε βάρος εκείνου κατά του οποίου εκδόθηκε η πράξη, εκτός αν ο ουσιαστικός νόμος ορίζει διαφορετικά".
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την 186/1986 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Ε.Π., συστάθηκε ανώνυμη εταιρεία, η οποία προήλθε από τη συγχώνευση των ατομικών επιχειρήσεων του Α.Τ. και της αναιρεσείουσας. Κατά τη συγχώνευση, η τελευταία εισέφερε στη συσταθείσα εταιρεία εκτός των άλλων και ένα οικόπεδο έκτασης 1.250 τ. μ., που βρίσκεται στο Δήμο Αγίου Δημητρίου Αττικής. Για την εισφορά αυτή υποβλήθηκε η υπ' αριθμ. 725/1986 δήλωση φόρου μεταβίβασης ακινήτου, με την οποία η αξία του ακινήτου δηλώθηκε στο ποσό των 24.181.112 δραχμών, δεν καταβλήθηκε όμως φόρος κατ’ επίκληση των απαλλακτικών διατάξεων του ν.δ. 1297/1972.
Μετά από φορολογικό έλεγχο διαπιστώθηκε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις απαλλαγής που προβλέπονται από το παραπάνω ν.δ. 1297/1972 και ειδικότερα ότι η εισφέρουσα επιχείρηση της αναιρεσείουσας δεν χρησιμοποιούσε το ένδικο ακίνητο. Μετά από αυτά, όπως αναφέρεται, περαιτέρω, στην προσβαλλόμενη απόφαση "ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Αγίου Δημητρίου αφού κατ’ αρχήν θεώρησε ως νόμω υπόχρεο για την επιβολή του φόρου επί της αξίας του εισφερθέντος ακινήτου τη συσταθείσα ανώνυμη εταιρεία εξέδωσε σε βάρος της φύλλο ελέγχου φόρου μεταβιβάσεως ακινήτου με το οποίο κατελόγισε τον αναλογούντα επί της αξίας του ακινήτου φόρο, καθώς και πράξη επιβολής προστίμου (άρθρο 31 παρ. 2 ν. 820/1978) με την οποία επέβαλε πρόστιμο δρχ. 800.000. Κατά των πράξεων αυτών η ανώνυμη εταιρεία άσκησε προσφυγή.
Με την 470/1993 οριστική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, αφού απορρίφθηκε ισχυρισμός της συσταθείσας εταιρείας ότι κατά το χρόνο της κοινοποιήσεως του φύλλου ελέγχου το δικαίωμα του δημοσίου είχε υποκύψει σε παραγραφή και έγινε δεκτό ότι εμπρόθεσμα κοινοποιήθηκε το φύλλο ελέγχου, η δε κρίση αυτή δεν αμφισβητήθηκε, έκρινε στη συνέχεια ότι μη νόμιμα η επιβολή του φόρου μεταβιβάσεως για την προκείμενη εισφορά του ένδικου ακινήτου έγινε σε βάρος της ανώνυμης εταιρείας, δεδομένου ότι ο οφειλόμενος κατά την κατάρτιση της συμβάσεως φόρος βαρύνει κατ’ αρχή τον πωλητή, δηλαδή την εισφέρουσα το ακίνητο επιχείρηση. Με τις σκέψεις αυτές το ως άνω Δικαστήριο ακύρωσε το φύλλο ελέγχου ως νομικώς πλημμελές καθώς και τη συναφή πράξη επιβολής προστίμου. Μετά την ακύρωση των πράξεων αυτών ο Προϊστάμενος της αυτής Δ.Ο.Υ., εξέδωσε σε βάρος της εκκαλούσας το 1/3.9.1993 φύλλο ελέγχου, με το οποίο καταλόγισε σε βάρος της τα προαναφερόμενα ποσά κυρίου και προσθέτου φόρου καθώς και την 1/3.9. 1993 πράξη επιβολής προστίμου άρθρου 31 παρ. 2 περ. γ του ν. 820/ 1978".
Κατά των πράξεων αυτών η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή η οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση. Περαιτέρω, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το λόγο της έφεσης της αναιρεσείουσας, κατά τον οποίο το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή του φόρου είχε υποκύψει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 12 παρ. 3 του ν. 1587/1950 παραγραφή με την ακόλουθη αιτιολογία: "Σύμφωνα όμως με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, στην προκείμενη περίπτωση οι ένδικες πράξεις εκδόθηκαν σε επανάληψη της διαδικασίας εκδόσεως αυτών, μετά την προηγούμενη ακύρωση με την 470/19.3.1993 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά των 6/26.3.1992 και 2/26.3.1992 πράξεων (φύλλου ελέγχου και πράξεως επιβολής προστίμου) που εκδόθηκαν από την αυτή φορολογική αρχή σε βάρος της συσταθείσας εταιρείας ως νομικώς πλημμελών. Εξ άλλου, όπως προεκτέθηκε, με την απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία δημοσιεύθηκε στις 19.3.1993 κρίθηκε ότι εμπροθέσμως είχαν κοινοποιηθεί οι ως άνω πράξεις σε βάρος της συσταθείσας ανώνυμης εταιρείας και η κρίση αυτή δεν αμφισβητήθηκε από τους διαδίκους.
Κατ’ ακολουθία, εφόσον στην κρινόμενη περίπτωση οι ένδικες πράξεις κοινοποιήθηκαν στις 21.9.1993, δηλαδή εντός του έτους από τη δημοσίευση της ως άνω αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, η έκδοση και κοινοποίηση αυτών είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 45, 46 του ν. 820/1978 και 102 παρ. 4 του ν. 118/1973 ...". Η αιτιολογία όμως αυτή δεν είναι νόμιμη, διότι, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 45 και 46 παρ. 2 του ν. 820/1988 και 102 παρ. 3 του ν.δ. 118/1973, το δικαίωμα της φορολογικής αρχής να εκδώσει τις ένδικες πράξεις εις βάρος της αναιρεσείουσας μετά την ακύρωση, με την απόφαση 470/1993 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, των αρχικών πράξεων που είχαν εκδοθεί εις βάρος της ανώνυμης εταιρείας, τελούσε υπό την προϋπόθεση της εμπρόθεσμης έκδοσης και κοινοποίησης των αρχικών πράξεων που ακυρώθηκαν. Η παραπάνω δε κρίση του διοικητικού εφετείου ότι συνέτρεχε η προϋπόθεση αυτή δεν αιτιολογείται νομίμως, διότι η εν λόγω δικαστήριο αντί να προβεί σε δική του κρίση ως προς το ζήτημα αυτό θεώρησε ότι εδεσμεύετο από τη σχετική κρίση της προαναφερόμενης απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία, όμως εκδόθηκε σε άλλη δίκη και από την οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παράγεται δεδικασμένο για την προκειμένη δίκη, προεχόντως, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα δεν ήταν διάδικος στη δίκη εκείνη (Βλ. άρθρο 119 του Κ.Φ.Δ. που παρατίθεται παραπάνω στη 5η σκέψη).
Για το λόγο συνεπώς αυτό, που βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η εξέταση δε των άλλων λόγων αναιρέσεως καθίσταται αλυσιτελής (ΣτΕ 187/2003).